- αυτοσυντήρηση
- η1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» — το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + συντήρηση (-ίς). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοσυντήρησις μαρτυρείται από το 1878 στον Νικόλαο Κοτζιά].
Dictionary of Greek. 2013.